διστάσιος — διστάσιος, ον (Α) αυτός που έχει διπλάσιο βάρος ή αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + στασιος < ίστημι] … Dictionary of Greek
διστάσιον — διστάσιος of twice the value masc acc sg διστάσιος of twice the value neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)